-
1 στομωμα
τό1) устье, вход(Πόντου Aesch.)
2) закалка(σιδήρου Arst.)
3) закаленное железо, сталь(ἐκ τοῦ σιδήρου τὸ σ. ποιεῖν Plut.)
4) подкрепление(εἰς μάχην Plut.)
5) главная сила, ударная часть(πάσης τῆς δυνάμεως Polyb.)
6) крепость(τοῦ οἴνου Plut.)
-
2 железный
επ.1. σιδερένιος•-ая кровать σιδερένιο κρεβάτι.
|| σιδηρούχος•-ая руда σιδηρομετάλλευμα•
-ые рудники σιδηρωρυχεία. -лом παλιοσίδερα.
2. μτφ. δυνατός, ισχυρός, άκαμπτος•-ая воля ισχυρή θέληση•
железный закон σιδερένιος νόμος•
железный кулак σιδερένια γροθιά•
-ая дисциплина σιδερένια πειθαρχία.
εκφρ.железный блеск – οξείδιο του σιδήρου•железный век – εποχή του σιδήρου•- ое дерево – το σιδηρόξυλο•- ая дорога – σιδηροδρομική οδός ή γραμμή• τα ιδρύματα των σιδηροδρομικών•железный шпат – ο σιδερίτης. -
3 век
1. (столетие) о αιώνας 2. (период времени, эпоха) η περίοδοςкаменный - (ист.) η λίθινη εποχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > век
-
4 ἐργασία
ἐργασία, ἡ, das Arbeiten, die Thätigkeit, Arbeit, δυήπαϑος H. h. Merc. 486; Ggstz von ἀργία, Xen. Mem. 2, 7, 7; bes. Feldarbeit, αἱ ἐν ὑπαίϑρῳ ἐργασίαι Oec. 7, 20, vgl. 6, 9; τινός, Beschäftigung womit, Ausübung, Betreibung einer Kunst, eines Handwerks, τεχνῶν Plat. Gorg. 450 c; ἡ περὶ τὴν ϑάλατταν ἐργ. Rep. II, 371 c, vgl. Charmid. 163 b; τῆς ἡδονῆς, die Wirkung, Prot. 353 d; μισϑοῠται τὴν τῆς τραπέζης ἐργασίαν, das Geldwechselgeschäft, Dem. 36, 6; auch allein das Geldgeschäft, ibd. 11; ἡ κατὰ ϑάλατταν ἐργ. 33, 4; – das Gewerbe einer Hure, Dem. 18, 129; Κύπριδος Paul. Sil. 1 (V, 219). In Inscr. auch Zunft. Gewerk, βαφέων; vgl. Plut. Lys. 3. – Die Ausarbeitung, Verfertigung, τῶν τειχῶν Thuc. 7, 6; ὑποδημάτων Plat. Theaet. 146 d; οἰκίας Rep. IV, 438 d; τῶν ἱματίων Gorg. 449 d; auch das Verfertigte selbst, die Arbeit, ἡ τετράγωνος ἐργ., von den Hermen, Thuc. 6, 27; χερός Pind. Ol. 8, 42. Aber τρισσῶν ἐργασίην καμάτων, das Geräth, Werkzeug der Fischer, Jäger u. Vogelsteller, Satyr. ep. 1 (VI, 11). – Bearbeitung, τοῦ σιδήρου Her. 1, 68; χαλκοῦ Plat. Charm. 173 e; γῆς Ar. Ran. 1034 u. A.; τῶν χρυσείων μετάλλων, der Goldbergwerke, Thuc. 4, 105; vgl. Dem. 37, 35; auch περὶ τὰ ξύλα, Plat. Euthyd. 281 a. – Verarbeitung der Speisen, Verdauung, Arist. de respir. 11 u. öfter. – Erwerb, Xen. Mem. 3, 10, 1; Gewinn, χρημάτων, Arist. u. A.; ἐργασίας μὴ γιγνομένης Dem. 27, 20; ἐργασία καὶ δυναστεία 25, 7; Hurenerwerb, -lohn, Her. 2, 135; ἡ ἀπὸ τοῠ σώματος Dem. 59, 36; αἱ ἐκ τῆς ϑαλάσσης ἐργασίαι Pol. 4, 50, 3. – Im N. T. ist ἐργασίαν διδόναι operam dare, sich Mühe geben.
-
5 αποκαθαρσις
- εως ἥ1) выделение, секреция(χολῆς Thuc.; σπέρματος Arst.)
2) отбросы, шлак (sc. τοῦ σιδήρου Arst.)3) очистка(τοῦ πυροῦ Plut.)
4) очищение, искупление(διά τινος Plut.)
-
6 περιεσθίω
A eat all round, nibble at, Luc.Merc.Cond.26 : metaph., Id.Lex.23 : [tense] aor., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιεσθίω
-
7 алии
το αργιλιονικελούχο κράμα του σιδήρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > алии
-
8 железный
1. (содержащий железо) σιδηρούχος 2. (сделанный из железа) σιδερένιος 3. (век) (ист.) о αιώνας/η εποχή του σιδήρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железный
-
9 закись
-и θ.υποξείδιο•закись железа υποξείδιο του σιδήρου•
закись меди υποξείδιο χαλκού.
-
10 процентный
επ.τα εκατό•-ое содержание железа в руде περιεκτικότητα τα εκατό του σιδήρου στο μετάλλευμα•
в -ом отношении σε σχέση με τα εκατό (%).
τοκοφόρος• έντοκος•-ые бумаги τα χρεόγραφα.
-
11 εὐπινής
A neat, tidy,οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. Melanipp.Capt.Fr.6.11
(s. v.l.); so perh. Cratin.414.II bright, decorative, τὸν χαλκὸν.. ἔφασαν.. λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. Orib.49.3.5 ([comp] Comp.), cf. 7: hence metaph., of the style of ancient writers, elegant, simple, quaint, Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat εὐπινὲς et urbanum, Cic.Att. 12.6.3 (Adv. - νῶς ib.15.17.2); as v.l. for ἀπηνής, ἁρμονία D.H.Comp. 22. (εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος, Et.Gud.d, EM395.4: εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον, Phot.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπινής
-
12 οἰκεῖος
A in or of the house, once in Hes., ;λέβης A. Fr.1
; ; of or for household affairs, domestic (for οἰκηΐη, v. οἰκία II),τὰ οἰ.
household affairs, property,Hdt.
2.37, S.Ant. 661 ;τὰ οἰ. ἀγαθά X.Oec.9.18
; τὰ οἰ. τὰ αὑτοῦ his household goods, Lys.13.41 ; opp. πολιτικά, Th.2.40 ; opp. τὰ τῆς πόλεως, Pl.Ap. 23b.2 Astrol., οἰ. ζῴδια domiciliary signs, Vett.Val.37.21, al.II of persons, of the same household, family, or kin, related, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήϊοι as being akin to him, Hdt.4.65 ; οἰκεῖον οὕτως οὐδὲν.. ὡς ἀνήρ τε καὶ γυνή so closely akin, Men.647 ; ἀνὴρ οἰ. kinsman, relative, near friend, Hdt.1.108 ; οἱ οἰ. kinsmen, opp. οἱ ἀλλότριοι, And.4.15, cf. Th.2.51 ; opp. ὀθνεῖοι, Pl. Prt. 316c ; οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι his own nearest kinsmen, Hdt.3.65, cf. 5.5, D.18.288 ; of the tie itself, κατὰ τὸ οἰ. Ἀτρεῖ because of his relationship to Atreus, Th.1.9.2 friendly,εἴχομέν ποτε.. τὸν τόπον τοῦτον οἰ. D.4.4
; .III of things. belonging to one's house or family, one's own (defined asὅταν ἐφ' αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι Arist.Rh. 1361a21
),οἰ. ἄρουραι Pi.O.12.19
;σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι A.Pr. 398
; γῆ, χθών, S.Aj. 859,Ant. 1203 ; οἰκεῖον, ἢ 'ξ ἄλλου τινός ; born in the house, or.. ? Id.OT 1162 ; αἱ οἰ. πόλεις their own cities, X.HG3.5.2 ; ἡ οἰ. (sc. γῆ), [dialect] Ion.ἡ οἰκηΐη Hdt.1.64
; [ ἀναθήματα] οἰκήϊα his own property, ib.92 ; πόλεμοι οἰ. wars in one's own country, of the Helot war in Laconia, Th.1.118, cf.4.64 ;σῖτος οἰ. καὶ οὐκ ἐπακτός
homegrown,Id.
6.20.2 = ἴδιος, one's own, personal, private,οἰκείων κερδέων εἵνεκα Thgn.46
;ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηΐῳ Hdt.1.45
, cf. 153, Antipho 1.13 ;αἱ χεῖρες -ότεραι τοῦ σιδήρου Id.4.3.3
; μηδὲν -οτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει with enjoyment not more our own, Th.2.38, cf. 7.70 ;ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰ. κίνδυνον ἔχειν Id.3.13
; οἰ. ξύνεσις mother wit, Id.1.138 ; πρὸς οἰκείας χερός by his own hand, S.Ant. 1176, etc.; for A.Ag. 1220, v. βορά.b in Stoic Philos., endeared by nature to all animals, including man,τὸ πρῶτον οἰ.
what is earliest endeared,Chrysipp.Stoic.
3.43, Hierocl. p.7A.2 c. dat. rei, belonging to, conformable to the nature of a thing,προοίμιον οἰ. ἑκάστῳ Pl.Lg. 772e
, cf. R. 468d, al., and freq. in Arist., as EN 1098a29 : also c. gen.,τὰ αὐτῶν οἰ. Pl.Phd. 96d
;οἰ. τῆς διαλεκτικῆς Arist.Top. 101b2
, cf. EN 1096b31, Rh. 1360a22 ;οἰ. πρός τι Plb.5.105.1
.b of persons, c. gen., a student of..,σοφίας Str.17.1.5
; addicted to,καινοτομίας Iamb.VP 30.176
.3 proper, fit, οἰ. κατάγελως fit subject for ridicule, Men. 160 ; οἰ. ὄνομα a word in its proper, literal sense, opp. metaphor, Arist. Rh. 1404b35.B Adv. οἰκείως has the same senses as the Adj., οἰ φέρε bear it like your own affair, Ar.Th. 197 ; διαλέγεσθαι οἰ. τινί converse familiarly with him, Th.6.57 ;οἰ. χρῆσθαί τινι
to be on familiar terms,X.
HG2.3.16 ;οἰ. διακεῖσθαί τινι Id.An.7.5.16
;πρός τι Plb.13.1.2
;οἰ. δέχεσθαί τινας D.18.215
;οἰ. ἔχειν τινί Id.4.4
, etc.: [comp] Comp.- ότερον Is. 1.49
; : [comp] Sup.- ότατα Plb.5.106.4
.2 affectionately, dutifully,ἔθαψε, περιέστειλεν οἰ. Men. 325.12
, cf. Th.2.60.3 literally, actually, Gal.Phil.Hist.39 D.4 Astrol., οἰ. σχηματίζεσθαι, of a planet, to be in its domicile, Vett.Val. 58.27, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκεῖος
-
13 περισβέννυμι
A quench all round,τῇ βαφῇ τοῦ σιδήρου περισβεννύμενον τὸ ἇμα Plu.2.997a
: metaph.,περισβέννυσθαι αὐτῶν τὰς ὁρμάς J.BJ 3.7.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισβέννυμι
-
14 ἐργασία
A work, business,ἐργασίην φεύγουσα h.Merc. 486
, etc.; opp. ἀργία, X.Mem.2.7.7; ἐ. ἀγαθή productive labour, Id.Vect.4.29 ; ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, of bees, Arist. HA 625b24 ; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐ., of seamen, Pl.R. 371b ; μὴ γενομένης ἐργασίας if no work was done, D.27.20 ; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut.., Ev.Luc.12.58, cf. OGI441.109 (SC. de Stratonicensibus, i B. C.): pl.,τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐ. ἐργάζεσθαι X.Oec.7.20
;ἐ. ἀνελεύθεροι Arist.EN 1121b33
, cf. Epicur.Fr. 196 (dub.).II working at, making, manufacture, ἱματίων, ὑποδημάτων, etc., Pl.Grg. 449d, Tht. 146d, etc. ;ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐ. X.Oec.7.21
; making up of a prescription, Hp.Ulc.14 : metaph., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται Troy is (i.e. is doomed to be) taken in the part wrought by thy hands, Pi.O.8.42 ; ἐ. ἡδονῆς production of pleasure, Pl.Prt. 353d ; ἐ. χρημάτων money-making, Arist.EN 1160a16 (but administration of property, Leg.Gort. l.c.).2 working of a material,ἡ ἐ. τοῦ σιδήρου Hdt.1.68
; χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων, Pl.Chrm. 173e ;τῶν χρυσείων μετάλλων Th.4.105
, cf. Hyp.Eux.36 ;πίττης Thphr.HP9.2.6
: most commonly, tillage of the ground, ἐ. γῆς, χώρας, Ar.Ra. 1034(pl.), Isoc.7.30, etc.;ἐ. κήπων Pl. Min. 316b
; ἐ. περὶ τὴν τροφήν preparation (i.e. mastication and digestion) of food, Arist.Juv. 469a3 ; treatment of silphium, Thphr.HP6.3.23 generally, trade, business, X.Mem.3.10.1 ; ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν engaged in trade by sea, D.33.4 ; ἡ ἐ. τῆς τραπέζης the banking business, Id.36.6 ; ἐ. χρυσοχοϊκή, ἀρωματική, PLond.3.906.6 (ii A.D.), PFay.93.7 (ii A.D.) ; βαφεῖς τὴν ἐ. dyers by trade, PTeb.287.3(ii A.D.); esp. of a courtesan's trade, Hdt.2.135, D.18.129 ; of sexual intercourse, Arist.Pr. 876a39.b ἐὰν ἐργασίαν εὕρῃ ὁ οἰκέτης if a slave brings in earnings, Hyp.Ath.22.4 practising, exercising,τῶν τεχνῶν Pl.Grg. 450c
;Κύπριδος AP5.218
(Paul. Sil.);ἀκαθαρσίας Ep.Eph.4.19
.5 work of art, production, τετράγωνος ἐ., of the Hermae, Th.6.27 (non legit Sch.); τῶν τειχῶν αἱ ἐργασίαι the fortification works, Id.7.6.6 literary execution,ἐ. ποιητική Phld. Po.5.11
; elaboration of a topic, Sch.Pi.P.2.24.III guild or company of workmen, ἡ ἐ. τῶν βαφέων Judeich Altertümer von Hierapolis50 ; ἐριοπλυτῶν ib. 40 ; ἐ. θρεμματική dub. sens., ib.227.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργασία
-
15 ἐλαύνω
Grammatical information: v.Meaning: `drive, push, beat out (metal)', intr. `drive, ride' (on the meaning in the Epos cf. Trümpy Fachausdrücke 95f., 115f.);Other forms: also ἐλάω in inf. ἐλάᾱν, ptc. ἐλάων, impf. ἔλων (Hom.), ipv. ἔλα (Pi.), ἐλάτω, - άντω, - άσθω (Dor. inscr.) etc. (further Schwyzer 681f.), aor. ἐλάσ(σ)αι, - ασθαι, fut. ἐλάω, perf. med. ἐλήλαμαι (Il.), - ασμαι (Hp. usw.), act. ἐλήλακα (Hdt.), aor. pass. ἐλα(σ)θῆναι (Hdt.)Derivatives: Nomina actionis: ἔλασις `march (of an army), ride, expulsion etc.' (Ion.-Att.), often of the prefixed verbs: δι-, ἐξ-, ἐπ-, περι-έλασις etc. (see Holt Les noms d'action en - σις, s. index); rare ἐλασία `ride, march' (X.) with ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-ελασία (hell.), after βο-ηλασία etc. (from βο-ηλατέω, - άτης), cf. Schwyzer 468f., Chantr. Form. 83f.; ἔλασμα `chased metal, tin, probe' (Ph. Bel., Gal.) with ἐλασμάτιον (Delos IIa, Dsc.); ἐλασμός = ἔλασμα, ἔλασις (Aristeas); ἔλατρον `flat cake' (Miletos Va), vgl. ἐλατήρ. Nom. agentis: ἐλατήρ `driver' (Il.) with ἐλατήριος `driving off' (A. Ch. 968 [lyr.]), normally `carrying away, purging', n. `purgative' (Hp.; s. Andre Les ét. class. 24, 41); ἐλατήρ `flat cake' (Com.); ἐλάτης `driver' (E. Fr. 773, 28 [lyr.]) from βοηλάτης (with βοηλατέω, - σία, s. above), ἱππηλάτης, Fraenkel Nom. ag. 2, 31f.; ἐλάστωρ `id.' ( App. Anth. 3, 175); ἐλαστής `id.' (EM); ἐλατρεύς ὁ τρίτην πύρωσιν ἔχων τοῦ σιδήρου παρὰ τοῖς μεταλλεῦσιν H.; see Boßhardt Die Nomina auf - ευς 82f.; also as PN (θ 111); s. Boßhardt 120. Verbal adj.: ἐλατός `malleable, beaten' (Arist.), ἐξ-ήλατος `beaten' (Μ 295; several compounds like ἱππ-ήλατος, θε-ήλατος (Ion.-Att.); ἐλαστός `id.' (pap.). - Desiderat. ἐλασείω (Luc.), iterative preterite ἐλάσασκεν (Β 199). - On ἐλασᾶς and ' Ελάστερος s. vv.Etymology: Basis is ἐλᾰ- \< * h₁elh₂-; ἐλαύνω from a verbal noun *ἐλα-Ϝαρ, ἐλα-υν- (to ἐλά-ω like *ἀλε-Ϝαρ, ἀλέ-(Ϝ)ατα to ἀλέω, s. v.). A sec. formation is ἐλαστρέω (s. Έλάστερος s. v). - No certain cognate. (Arm. eɫanim `become' is improbable. Arm. elanem `go out, up' belongs to the verbs in - anem = gr. - άνω). For the Celtic nā-present OIr. ad-ellaim `go to, visit' could belong to πίλναμαι. Other Celtic forms have ( p)el-.Page in Frisk: 1,482-483Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐλαύνω
-
16 ἠκή
Grammatical information: f.Meaning: ἀκωκή, ἐπιδορατίς, ἀκμή H.; ἡ ὀξύτης τοῦ σιδήρου EM 424, 18 following Archil. 43: ἵστη κατ' ἠκην κύματός τε κἀνέμου.Compounds: As 2. member we have in the ep. epithets ἀμφ-ήκης `cutting on both sides', τανυ-ήκης `with thin edge', an σ-stem, that can be analogical (Schwyzer 513, Risch 77); the - η- can be due to compositional lengthening. From the compp. ἠκές ὀξύ H. (s. Leumann Hom. Wörter 111f.).Derivatives: ἠκάδα ἠνδρωμένην γυναῖκα H.; on the formation Chantraine Formation 351f., on the meaning cf. ἀκμαῖος.Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ- `sharp'Etymology: Form with lengthened grade beside ἀκ-ή. ἄκ-ρος (s. vv.) a. o.; with ō- reduplicates ἀκ-ωκ-ή (s.v.).Page in Frisk: 1,627Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠκή
-
17 огонь
огоньм1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·2. (освещение, свет) τό φως:работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον. -
18 χράω
A fall upon, attack, assail, c. dat. pers.,στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων Od.5.396
;τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων; 10.64
; soἠϊθέοις οὐκ ἔστι τόσος πόνος, ὁππόσος ἡμῖν.. ἔχραε AP5.296
(Agath.): cf. ἐπιχράω (B).II c. acc. rei, inflict upon a person,κακὸν δέ οἱ ἔχραε κοῖτον Nic.Th. 315
.III c. inf., conceive a desire to.., τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν ἐξ ἄλλων; why did he want (or needed he) to vex my stream of all others? Il.21.369; μνηστῆρες.., οἳ τόδε δῶμα ἐχράετ' ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ye suitors.., who have become so eager to.., Od.21.69. (For signfs. 1, 11, cf. ζαχρηής; for 111 perh. cf. χρή, κέχρημαι ( χράω (B) C), χρῇ, χρῇς.)------------------------------------Aχρῇ S.El.35
, [dialect] Ion.χρᾷ Hdt.1.62
(also Luc.DMort.3.2); inf.χρᾶν Hdt.8.135
(also Luc.Alex.19); [dialect] Ion. part. , fem.χρέωσα Hdt.7.111
; [dialect] Ep.χρείων Od.8.79
, h.Ap. 396: [tense] impf.ἔχραον Pi.O.7.92
(v.l. ἔχρεον), A.R.2.454; [ per.] 3sg.ἔχρη Tyrt.3.3
, Hermesian.7.89, ([etym.] ἐξ-) S.OC87: [tense] fut. , Hdt.1.19, A.Ag. 1083: [tense] aor.ἔχρησα Hdt.4.156
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐχρήσθην Id.1.49
, etc.: [tense] pf. κέχρησμαι (v.l. κέχρημαι) Id.4.164, 7.141: [tense] plpf. ἐκέχρηστο (v.l. ἐκέχρητο) Id.2.147, 151, 3.64, etc.:—[voice] Med.,χρῶμαι Th.1.126
, etc., [dialect] Ion.χρέομαι Hdt.
, inf.χρέεσθαι 1.157
( χρᾶσθαι ib. 172); part.χρεώμενος 4.151
: [tense] impf. [ per.] 3pl. ἐχρέωντο (v.l. ἐχρέοντο) 4.157, 5.82: [tense] fut.χρήσομαι Od.10.492
, etc.I in [voice] Act. of the gods and their oracles, proclaim, abs., : : c. acc. rei, χρήσω ἀνθρώποισι Διὸς βουλήν ib. 132, cf. Thgn.807, Pi.l.c., Plot.2.9.9;ἡ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε Hdt.1.55
, cf. 4.155; χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον proclaimed him the colonizer, Pi.P.4.6; also in Trag., ; ;χρῇ μοι τοιαῦθ' ὁ Φοῖβος S.El.35
;σοὶ δ' οὐκ ἔχρησεν οὐδέν E.Hec. 1268
;χ. φόνον Id.El. 1267
: also c. acc. cogn.,χ. χρησμόν Id.Ph. 409
; (lyr.): c. inf., warn or direct by oracle, ; without ὥστε, ib. 203; χρήσαντ' ἐμοὶ.. ἐκτὸς αἰτίας κακῆς εἶναι that I should be.., Id.Ch. 1030; c. inf. [tense] aor., Ar. V. 159: rare in [dialect] Att. Prose,τάδε ὁ Ἀπόλλων ἔχρησεν IG12.80.10
; ;τοῦ θεοῦ χρήσαντος Id.5.32
, cf. Lycurg.99;ἔχρησεν ὁ θεός SIG1044.5
(Halic., iv/iii B. C.);ὁ θεὸς ἔχρησε IG42(1).122.78
(Epid., iv B. C.).II [voice] Pass., to be declared, proclaimed by an oracle, ; mostly of the oracle delivered,τὰ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη Hdt.1.49
;τὰ χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη Id.9.94
;ἠπίως χρησθῆναι Id.7.143
; τὸ χρησθέν, τὰ χρησθέντα, the response, Id.1.63, 7.178;ἐν Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον Pi.O.2.39
;πεύθου τὰ χρησθέντ' S.OT 604
; χρησθὲν αὐτῷ ἐν Νεμέᾳ τοῦτο παθεῖν since it was foretold him by an oracle that.. Th.3.96; ἃ τοῦδ' ἐχρήσθη σώματος which were declared about it, S.OC 355;τὸν κεχρησμένον θάνατον Hdt.4.164
(- χρημ- codd.);τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου Id.7.141
(v.l. -χρημ-): impers., c. inf., καί σφι ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι ib. 178: c. acc. et inf.,ἐκέχρηστό σφι.. τοῦτον βασιλεύσειν Id.2.147
; c. inf. [tense] aor., Id.7.220.III [voice] Med., of the person to whom the response is given, consult a god or oracle, c. dat.,ψυχῇ χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο Od.10.492
, 565; χ. θεῷ, χρηστηρίοισι, μαντηΐῳ, Hdt.1.47, 53, 157;τῷ θεῷ Aeschin.3.124
;χ. μάντεσι Μούσαις Ar.Av. 724
(anap.), cf. Pl. Lg. 686a;ὅσοι μαντικὴν νομίζοντες οἰωνοῖς χρῶνται X.Mem.1.1.3
; χ. χρηστηρίῳ εἰ .. inquire at the oracle whether.., Hdt.3.57: abs.,ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν χρησόμενος Od.8.81
, cf. h.Ap. 252, 292;ἀπέστειλε ἄλλους χρησομένους Hdt.1.46
; οἱ χρώμενοι the consulters, E.Ph. 957;χρωμένῳ ἐν Δελφοῖς Th.1.126
; alsoχ. περὶ τοῦ πολέμου Hdt.7.220
, cf. 1.85, 4.150, 155, etc.; having inquired of an oracle,Arist.
Rh. 1398b33: c. inf., σωφρονεῖν κεχρημένον being divinely warned to be temperate, A.Pers. 829, cf. Marcellin.Vit. Thuc.6: later simply, receive a divine revelation, Plot.5.3.14.—Hom. has the word in this sense only in Od.: the [voice] Act. only in [tense] pres. part. χρείων ([tense] fut. ): the [voice] Med. only in part. [tense] fut. χρησόμενος.B furnish with a thing, in which sense the [tense] pres. was [full] κίχρημι, D.53.12, Plu.Pomp.29; Cret. [ per.] 3sg.κίγχρητι Inscr.Cret.1 xxiii 3
(Phaestus, ii B. C.); Delph. [ per.] 3sg. [tense] pres. subj. (iv B. C.): [tense] aor. χρέη ib.13; [tense] pres. part. κιχρέντε ib.adn. (rarely [full] χρηννύναι, [full] χρηννύω, Thphr.Char.5.10, 10.13: [voice] Med.,χρηννυόμεθα PCair.Zen. 304.4
(iii B. C.)): [tense] fut.χρήσω Hdt.3.58
: [tense] aor. ἔχρησα ibid., 6.89, Ar. Th. 219, X.Mem.3.11.18, Lys.19.24, IG12.108.16, etc. ([ per.] 3sg. writtenἔκχρησεν IG12(3).1350.4
([place name] Thera)); imper. , Pl. Com.205: [tense] pf.κέχρηκα Men.461
, 598, Plb.29.21.6 ( = D.S.31.10): [tense] plpf.ἐκεχρήκει App.BC2.29
:—[voice] Pass., [tense] pf. κέχρημαι ([etym.] δια-) D.27.11:—[voice] Med., [tense] pres.κίχρᾰμαι Plu.2.534b
; inf.κίχρασθαι Thphr.Char.30.20
: [tense] impf.ἐκιχράμην AP9.584.10
: [tense] aor. ἐχρησάμην, imper. (lyr.), etc.:— furnish the use of a thing, i.e. lend, usu. in a friendly way, δανείζω being the word applied to usurers (but χ. = δανείζω in Antipho Soph.54), ll. cc.;οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας Arist.EN 1162b33
, cf. LXX Ex.11.3;ἡ πειρατικὴ δύναμις χρήσασα ταῖς βασιλικαῖς ὑπηρεσίαις ἑαυτήν Plu.Pomp.24
;χ. τὴν ἑαυτοῦ σχολήν τισι Id.Phil. 13
; χ. τὰν χέρα, in the formula of manumission, IG9(1).189, 194 ([place name] Tithora):—[voice] Med., borrow, τι E.El. 191 (lyr.), Thphr.Char.30.20: abs., ; πόδας χρήσας, ὄμματα χρησάμενος having lent feet and borrowed eyes, of a blind man carrying a lame one, AP9.13 (Pl.Jun.), cf. Pl.Demod. 384b, 384c.II = χρηματίζω 111,τοῦ χρέοντος γραμματέως CIG2562.18
(s. v. l., Hierapytna).------------------------------------χράομαι. (See also χράω)C [voice] Med. [full] χράομαι, [dialect] Att. [full] χρῶμαι, χρῇ prob. in Pl.Hp.Mi. 369a, (anap.), etc. (also Trag., A.Ag. 953), χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται, And.4.6, Pl.La. 194c, Th.1.70, etc.; [dialect] Dor. [full] χρέομαι Sophr.126; [dialect] Ion.χρᾶται Hdt.1.132
, al. (so in later Prose, Iamb. in Nic.p.28 P.); χρέεται v.l. in Hdt.4.50;χρέονται Hp.
Aër.1;χρέωνται Hdt.1.34
, 4.108, al.;χρείωνται Heraclit.104
; opt.χρῴμην, χρῷο Pl. Cri. 45b
,χρῷτο Gorg.Fr.20
, etc.; [dialect] Ion.χρέοιτο Hp.Acut.56
; imper.χρῶ Democr.270
, Ar.Th. 212, Isoc.1.34, [dialect] Ion.χρέο Hp.Steril.230
, Hdt. 1.155 (v.l. χρέω, as in Hp.Acut. (Sp.) 62); [ per.] 3sg. [dialect] Dor. (Chalcedon, iii/ii B. C.); [ per.] 2pl.χρῆσθε And.1.11
; [ per.] 3pl. (s. v.l.; v. infr.111.4b), Th.5.18;χρώσθων IG12.122.5
; [dialect] Dor.χρόνσθω Mnemos.57.208
(Argos, vi B. C.); inf. [dialect] Att. and [dialect] Ion.χρῆσθαι IG12.57.19
, Ar.Av. 1040, Lys.25.20, SIG57.5 (Milet., v B. C.), IG12(5).593 A12 (Ceos, v B. C.); [dialect] Ion. and Hellenisticχρᾶσθαι Hdt. 2.15
, 3.20, al., IG12(5).606.9 (Ceos, iv/iii B. C.), SIG344.50 (Teos, iv B. C.), 1106.80 (Cos, iv/iii B. C.), PCair.Zen.299.10 (iii B. C.), OGI214.19 (Didyma, iii B. C.), IG22.1325.24 (both forms in Phld.Rh.1.66S. and Ph.Bel.,χρῆσθαι 57.35
, al.,χρᾶσθαι 53.49
, al.), [dialect] Ion. χρέεσθαι as v.l. for χρῆσθαι Hdt.1.21, 187, al. ( χρῆσθαι ib. 153 codd.), so in Arc., IG5 (2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), Eleanχρηῆσται Inscr.Olymp.1.3
(vii/vi B. C.), [dialect] Boeot.χρειεῖσθη IG7.3169
(Orchom., iii B. C.); [dialect] Locr. and [dialect] Lacon.χρῆσται IG9(1).334.19
, 23 (Oeanthea, v B. C.), 5(1).1317.8 (Thalamae, iv/iii B. C.); part. [dialect] Att. , IG12.81.6, etc.; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.χρεώμενος Il.23.834
(as a dactyl), Hdt.2.108, Hp.Acut.18, [dialect] Dor. , 438.11 (both Delph., iii B. C.), Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene),χρήμενος Riv.Fil.58.472
(Gortyn, iii B. C.), ([place name] Dodona): [tense] impf. [dialect] Att. , , And.1.49,ἐχρῆτο Th.1.130
, etc.; pl.,ἐχρώμεθα Lys.Fr.29
, , etc.; [dialect] Ion.ἐχρᾶτο Hdt.2.173
(v.l. -ῆτο), 3.3, 129, al. (also found in Anaxipp.1.9 codd.Ath.),ἐχρέωντο Hdt.2.108
, al.: butἐχρῆτο 3.41
codd., Herod.6.55, ([etym.] προς-) Hp.Epid.3.17.ά: [tense] fut. (lyr.), etc.; alsoκεχρήσομαι Theoc.16.73
: [tense] aor. , Th.5.7, al.: [tense] pf. κέχρημαι (v. infr. 1): [tense] aor. ἐχρήσθην in pass. sense (v. infr. vii):—in [tense] pf. κέχρημαι (with [tense] pres. sense) c. gen., desire, yearn after, the usual sense in [dialect] Ep., οὔτ' εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος (sc. αὐτῆς)οὔτε τευ ἄλλου Il.19.262
;νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός Od.1.13
;κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες 14.124
, cf. 17.421, 20.378, 22.50;μαντοσυνεων κεχρημένοι Emp.112.10
.2 to be in want of, lack,τοῦ κεχρημένοι; S.Ph. 1264
, cf. E.IA 382 (troch.); [βορᾶς] κεχρημένοι Id.Cyc.98
;οὐ πόνων κεχρήμεθα Id.Med. 334
;τίνος κέχρησθε, γυναῖκες; Theoc.26.18
: [tense] fut.,ὃς ἐμεῦ κεχρήσετ' ἀοιδοῦ Id.16.73
; χρήσομεθα εἰς τὰ ἔργα καὶ ὁδοῦ.. καὶ ὕδατος we shall need.., SIG1182.12 (Ephes., iii B. C.): freq. abs. in part. κεχρημένος, lacking, needy, Od.14.155, 17.347, Hes.Op. 317, 500, E.Supp. 327, Pl.Lg. 717c: but κεχρηόσι δαίτης is f.l. for κεχαρηόσι in Nic.Fr.70.18.3 [tense] pf. and [tense] plpf. κέχρημαι, κεχρήμην, in [tense] pres. and [tense] impf. sense, c. dat., enjoy, have, φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι ([etym.] ν) Od.3.266, 14.421, 16.398; αὕτη (sc. ἡ χώρη) Aër.12; ἡ καταδεεστέροις τούτοις (sc. τοῖς εἴδεσι)κεχρημένη τραγῳδία Arist.Po. 1450a32
, cf. a13, b33; ἄλλαις, μικραῖς διαφοραῖς, Id.Metaph. 1042b31, Phgn. 809a8; ὑγροτέραις σαρξί ib. b11; θριξὶ ξανθαῖς ib.25;καθαρωτάτῳ.. αἵματι Id.Resp. 477a21
; τῶν.. πλαγίαις ταῖς ῥάβδοις κεχρημένων (sc. ἰχθύων) Id.Fr. 295;εὐγενείᾳ κεχρημένος IG42(1).83.10
(Epid., i A. D.);σφαιρικῷ ὄγκῳ PLit.Lond.167.25
(ii/iii A. D.), cf. κεχρημένως ([place name] Addenda); so in [tense] pres.,χρῶνται δειλαῖς φρεσὶ, δαίμονι δ' ἐσθλῷ Thgn.161
; μέρητραγῳδίας, οἷς ὡς εἴδεσι δεῖ χρῆσθαι, πρότερον εἴπομεν Arist.Po. 1452b14
, cf. 1458b14.II use, [tense] pres. once in Hom., abs.,ἑξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος Il.23.834
: later mostly c. dat. (for acc. v. infr. VI), ;ἐσθῆτι τοιῇδε χρέωνται Hdt.1.195
, cf. 202, Ar.Ra. 1061 (anap.);διφασίοισι γράμμασι χ. Hdt.2.36
; τοῖσιοὐνόμασι τῶν θεῶν ib.52; πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι, ἐκ φρεάτων χρεώμενοι ib. 108; τοῖσι ἐποποιοῖσι χρεώμενον λέγειν ib. 120; ὅστις ἐμπύρῳ χρῆται τέχνῃ consults burnt offerings, E.Ph. 954; χ. ἀργυρίῳ make use of money, Pl.R. 333b; ; χ. ἵπποις manage them, X.Smp.2.10; χ. ἰχθύσι use for food, Plu.2.668f; οἴνῳ χ. ἐπὶ πλέον ib.715d; χ. ναυτιλίῃσι, θαλάσσῃ, Hdt.2.43, Th.1.3;ὠνῇ καὶ πρήσι Hdt.1.153
;δρασμῷ Aeschin.3.21
;τέχναις X.Mem.3.10.1
, Oec.4.4;τῇ τέχνῃ POxy.1029.25
(ii A. D.); χρώμενοι τῇ πόλει taking a part in politics, E. Ion 602; ; ἄλλον τρόπον τῇ πολιτείᾳ κέχρημαι, = πεπολίτευμαι, Hyp.Eux.28;φωνὴν δυναμένην ὄχλῳ χρῆσθαι Isoc.5.81
; τῇ τραπέζῃ τῇ τοῦ πατρὸς ἐχρῆτο he had dealings with my father's bank, D.52.3; χ. τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς καιροῖς administer them, Isoc.6.50.III experience, suffer, be subject to, esp. external events or conditions, having experienced,Pi.
N.4.58;κείμεθ' ἀγηράντῳ χρώμενοι εὐλογίῃ Simon.100.4
;νιφετῷ Hdt.4.50
;στίβῃ καὶ νιφετῷ Call.Epigr.33.3
; , D.18.194;λαίλαπι AP7.503
(Leon.); στυγεροῖς πνεύμασι Epigr. ap. D.S.13.41 (iv B. C.); ;οἰκεῖα πράγματ' εἰσάγων, οἷς χρώμεθ', οἷς σύνεσμεν Ar.Ra. 959
; ;ἀπεψίαις χ. IG42(1).126.4
(Epid., ii A. D.);ἑκὼν.. οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ A.Ag. 953
; νόμοισι χ. live under laws, Hdt. 1.173, 216, cf. IG9(1).334.19 ([dialect] Locr., v B. C.);νόμοις τοῖς ἰδίοις Riv.Fil.58.472
(Gortyn, iii B. C.);ἀνομίᾳ X.Mem.1.2.24
; (lyr.); χ. εὐμαρείᾳ to be at ease, S.Tr. 193 (but, ease oneself, Hdt.2.35);συντυχίῃ χ. Id.5.41
; , And.1.67, 120;πολλῇ εὐτυχίᾳ Pl.Men. 72a
; πολλῇ τῇ νίκῃ χρῆται, = παρὰ πολὺ νικᾷ, And.4.31;συμφορῇ κεχρημένος Hdt.1.42
, cf. E.Med. 347;τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς Hdt. 1.117
; θείῃ πομπῇ χρεώμενος divinely sent, ib.62; of mental conditions present in the subject, τῷ χόλῳ χρέομαι I feel anger, Sophr. 126;λογισάμενος ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑποργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται Hdt.1.137
; μὴ πάντα θυμῷ χρέο ib. 155;ὀργῇ χρωμένη S.OT 1241
;ὀργῇ μεγάλῃ μοι ἐχρήσω LXX Jb.10.17
, cf. 19.11, al.; ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι ἀπέστησαν they stiffened their necks and.. Hdt.5.83; οἴησις γάρ, καὶ μάλιστα ἐν ἰητρικῇ, αἰτίην μὲντοῖσι κεχρημένοισιν, ὄλεθρον δὲ τοῖσι χρεωμένοισι ἐπιφέρει vanity brings blame on its possessor (or victim) and ruin on those who consult him, Hp Decent.4;πολλῇ ἀνοίᾳ χρώμενος Antipho 3.3.2
;ἀμαθίᾳ πλέονι.. χρῆσθε Th.1.68
;ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο Id.6.15
;φθόνῳ καὶ διαβολῇ χ. Pl.Ap. 18d
;οὺ τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀλλὰ τῇ τοῦ πατάξαντος χρησάμενος ἀπέθανεν Antipho 4.3.4
;τοῖς ἁμαρτήμασι παραπλησίοις ἐχρήσαντο Isoc.8.104
;μή τι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; 2 Ep.Cor.1.17
.2 with verbal nouns. periphr. for the verb derived from the noun, ἀληθέϊ λόγῳ χ. use true speech, i.e. speak the truth, Hdt.1.14; ἀληθείῃ χ. ib. 116, 7.101; βοῇ χ. set up a cry, Id.4.134; τοιούτῳ πράγματι οὐ κέχρησαι, = οὐδὲν τοιοῦτο ἔπραξας, Hyp.Eux.11; δαψιλέϊ τῷ ποτῷ (fort. πότῳ)χρησαμένους Hdt.2.121
.δ'; ἐσόδῳ χρέο πυκνῶς visit often, Hp.Decent.13;ἡ σελήνη.. διὰ παντὸς τῇ ἴσῃ παραυξήσει καὶ μειώσει χρῆται Gem.18.16
.3 c. dupl. dat., use as so and so,τοῖς ἀγαθοῖσιν.. χ. πρὸς τὰ κακὰ ἀλκῇ Democr.173
;μιᾷ πόλει ταύτῃ χ. Th.2.15
;χ. τῷ σίτῳ ὄψῳ ἢ τῷ ὄψῳ σίτῳ X.Mem.3.14.4
.4 χ. τισιν ἔς τι use for an end or purpose, Hdt.1.34;πρός τι X.Oec.11.13
;ἐπί τι Id.Mem.1.2.9
; ἀμφί or περί τι, Id.Oec.9.6, An.3.5.10; with neut. Adj. or Pron. as Adv., τάδε [τῷ ἀμφιβλήστρῳ] χ. makes the following use of the net, Hdt.2.95;χρέωνται οὐδὲν ἐλαίῳ Id.1.193
; χρυσῷ καὶ χαλκῷ τὰ πάντα χρέωνται ib. 215; λογισμῷ ἐλάχιστα χ., πλεῖστα ἀρετῇ χ., Th.2.11, 5.105; τί χρήσεταί ποτ' αὐτῷ; what use will he make of him? Ar.Ach. 935, cf. X.An.1.3.18;χ. τἀνδρὶ τοῖς τ' ἐμοῖς λόγοις S.Tr.60
; .b treat, deal with, , cf. Ar.Nu. 439 (anap.; fort. delendum χρήσθων), Isoc.12.107; εἰ τύχοι (sc. γυνὴ)μὴ ἐπιτηδεία γενομένη, τί χρὴ τῇ συμφορᾷ χρῆσθαι; Antipho Soph.49
; ἀπορέων ὅ τι χρήσηται τῷ παρεόντι πρήγματι not knowing what to make of it, Hdt.7.213;ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο Pl.Prt. 321c
;οὐκ ἂν ἔχοις ὅτι χρῷο σαυτῷ Id.Cri. 45b
; in elliptical phrases,τί οὖν χρησώμεθα; Id.Ly. 213c
;Θηβαίους ἔχοντες.. τί χρήσεσθε; D.8.74
: c. dat. et acc. cogn., , cf. 785b, Clit. 407e.IV of persons, χρῆσθαί τινι ὡς .. treat him as..,χ. τινὶ ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ Hdt.7.209
; χ. [τισὶν] ὡς πολεμίοις, ὡς φίλοις καὶ πιστοῖς, treat as friends or enemies, regard them as such, Th.1.53, X.Cyr.4.2.8; soφιλικώτερον χρῆσθαί τισι Id.Mem.4.3.12
;ὑβριστικῶς χ. τισί D.56.12
; also withoutὡς, ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ A.Pr. 324
, cf. Heraclit.104;ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ E.Alc. 801
; ;πλείστοις καὶ δεινοτάτοις ἐχροῖς χ. And.4.2
;ἀσθενέσι χ. πολεμίοις X.Cyr.3.2.4
.b χρῆσθαί τινι (without φίλῳ) to be intimate with a man, X.Hier.5.2, Mem.4.8.11;χρῆσθαι καὶ συνεῖναί τισι And.1.49
; ἀνάγκη, ὃς ἂν γένηται (sc. παῖς, son), τούτῳ χρῆσθαι one must put up with the son that is born, Democr.277: ἰητρῷ μὴ χρωμένους not consulting a doctor, Hp. de Arte5 (so c. dat. et acc., ἐσιέναι παρὰ βασιλέα μηδένα, δι' ἀγγέλων δὲ πάντα χρᾶσθαι (sc. αὐτῷ) deal with him in everything by messengers, Hdt.1.99); so Πλάτωνι, Ξενοφῶντι, χ. use, study their writings, Plu.2.79d: abs., friends,X.
Ages.11.13, Mem.2.6.5, Isoc.6.44.2 esp. of sexual intercourse,γυναιξὶ ἐχρᾶτο Hdt.2.181
, cf. X.Mem.1.2.29, 2.1.30, Is.3.10, D.59.67.3 χρῆσθαι ἑαυτῷ make use ofoneself or one's powers, with a part.,οὐδ' ὑγιαίνοντι χρώμενος ἑαυτῷ Plu.Nic.17
;αὑτῷ νήφοντι χ. Id.Eum.16
: so with an Adv.,χ. ἑαντῷ πρὸς τοὺς κινδύνους ἀφειδῶς Id.Alex.45
; παρέχειν ἑαυτὸν ταῖς ἀρχαῖς χρῆσθαι place oneself at the disposal of another, X.Cyr.1.2.13, cf. 8.1.5.V abs., or with Adv., χρῶνται Πέρσαι οὕτω so the Persians are wont to do, such is their custom. ib.4.3.23.VI in later Gk. ( τῷ μεγαλόφρονι shd. be read for τὸ μεγαλόφρον in X.Ages.11.11) c. acc. rei,χ. τὰ ἀπὸ λιμένων.. εἰς διοίκησιν τῆς πόλεως Arist.Oec. 1350a7
; [θησαυρὸν] χρησάμενοι (v.l. κτησάμενοι) LXXWi.7.14;οἱ χρώμενοι τὸν κόσμον ὡς μὴ καταχρώμενοι 1 Ep.Cor.7.31
;ἄνηθον μετ' ἐλαίου χρήσασθαι IG42(1).126.27
(Epid., ii A. D.);ὕδωρ χρῶ PTeb.273.28
(ii/iii A. D.):— for Hdt.1.99, v. supr. IV. 1b.VII [voice] Pass., to be used, esp. in [tense] aor., αἱ δὲ (sc. αἱ νέες)οὐκ ἐχρήσθησαν Hdt.7.144
; τέως ἂν χρησθῇ so long as it be in use, D.21.16; [σιδήρου τοῦ] χρησθέντος εἰς τύλους Supp.Epigr.4.447.48
(Didyma, ii B. C.); Hsch. also has χρησθήσεται· χρησιμεύσει:—v. supr. A.11. -
19 χείρ
χείρ, χειρός, ἡ (Hom.+); on the acc. form χεῖραν J 20:25 v.l.; 1 Pt 5:6 v.l.; GJs 15:4 23:2 s. JPsichari, Essai sur le Grec de la Septante 1908, 164–70. Exx. fr. the pap in the Hdb. at J 20:25. Dual acc. τὼ χεῖρε only Tat. 22, 1. Dat. χειροῖν ApcPt Rainer ‘hand’.① lit. Mt 12:10; Mk 3:1; Lk 6:6, 8; Ac 12:7; 20:34 al.; AcPlCor 2:35. πόδες καὶ χεῖρες Mt 22:13; cp. Lk 24:39, 40; Ac 21:11a. W. other parts of the body in sing. and pl. Mt 5:(29), 30; 18:8ab, (9); J 11:44. In the gen. w. the verbs ἅπτομαι Mt 8:15; ἐπιλαμβάνομαι (q.v. 1); κρατέω (q.v. 3b). In the acc. w. the verbs αἴρω (q.v. 1a); ἀπονίπτομαι (q.v.); βάλλω J 20:25b; δέω (q.v. 1b); δίδωμι (q.v. 2); ἐκπετάννυμι (q.v.); ἐκτείνω (q.v. 1); ἐπαίρω (q.v. 1); ἐπιβάλλω (q.v. 1b); ἐπισείω (q.v. 1); ἐπιτίθημι (q.v. 1aα; s. New Docs 4, 248 on laying on of hands; JCoppens, L’imposition des mains dans les Actes des Apôtres: Les Actes des Apôtres, ed. JKremer ’79, 405–38); cp. ἐπίθεσις (τῶν) χειρῶν (s. ἐπίθεσις); κατασείω (q.v.); νίπτομαι (s. νίπτω 1bβ and the lit. s.v. βαπτίζω 1; also JDöller, Das rituelle Händewaschen bei den Juden: Theol.-prakt. Quartalschr. 64, 1911, 748–58); τίθημι (q.v. 1aβ); ποιεῖν: ὀπίσω τὰς χεῖρας (ὀπίσω 1aβ) and τὰς χ. ἐναλλάξ (s. ἐναλλάξ); προσφέρω (q.v. 1bβ).—In the instrumental dat. ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί (cp. Chariton 8, 4, 6; BGU 326 II, 2 al. in pap.—χείρ= handwriting as early as Hyperides in Pollux 2, 152, also Philod., π. ποιημ. 4, 33; 6, 14 Jens.; PMagd 25, 2 [III B.C.]; Jos., Ant. 14, 52) Gal 6:11; Phlm 19. ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρί (i.e. γέγραπται) 1 Cor 16:21; Col 4:18; 2 Th 3:17 (on the conclusion of a letter written in the sender’s own handwriting, in pap letters as well as in the works of the Emperor Julian [Epistulae, Leges etc., ed. Bidez and Cumont 1922, nos. 9; 11], s. CBruns, Die Unterschriften in den röm. Rechtsurkunden: ABA 1876, 41–138; KDziatzko, entry Brief: Pauly-W. III 1899, 836ff; Dssm., LO 132f; 137f [LAE 166f; 171f]; s. also lit. s.v. χαίρω 2b). ἐννεύω τῇ χ. (s. ἐννεύω). κατασείω τῇ χ. (s. κατασείω 2). κρατέω τῇ χ. (κρατέω 3b). Pl. ταῖς χερσίν with the hands (Demetr. Phaler.: 228 Fgm. 38, 28 Jac. [in Diog. L. 2, 13] ταῖς ἰδίαις χερσίν; Diod S 16, 33, 1 τ. ἰδίαις χ. 17, 17, 7 al.; Aesop, Fab. 272 P.=425 H.; Herm. Wr. 5, 2) Lk 6:1; 1 Cor 4:12; Eph 4:28; 1 Th 4:11 (s. HPreisker, Das Ethos d. Arbeit im NT ’36); Papias (3:3).—τὸ ἔργον τῶν χειρῶν τινος s. ἔργον 3 and Rv 9:20.—W. prepositions: the hand on or in which someth. lies or fr. which someth. comes or is taken: ἐν τῇ χειρί Mt 3:12; Lk 3:17. (ἔχειν τι) εἰς τὰς χεῖρας Hv 1, 2, 2. ἐπὶ τὴν χεῖρα Rv 20:1. ἐπὶ χειρῶν Mt 4:6; Lk 4:11 (both Ps 90:12; s. end of this section). ἐκ (τῆς) χειρός (Diod S 2, 8, 6) Rv 8:4; 10:10. The hand by which someth. comes about: of deities θεοὶ οἱ διὰ χειρῶν γινόμενοι gods that are made by hand Ac 19:26 (cp. Just., A I, 20, 5). Of an earthly temple οἰκοδομητὸς ναὸς διὰ χειρός B 16:7.—The arm may be meant (as Hes., Theog. 150; Hdt. 2, 121, 5 ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα; Herodas 5, 83 ἐν τῇσι χερσὶ τῇσʼ ἐμῇσι=in my arms; Paus. 6, 14, 7; Galen, De Usu Part. 2, 2 vol. I p. 67, 1 Helmreich; Longus 1, 4, 2 χεῖρες εἰς ὤμους γυμναί) in ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσίν σε Mt 4:6; Lk 4:11 (both Ps 90:12; but s. above). Whole for the part: finger Lk 15:22.② an acting agent, hand (of), fig. ext. of 1. In this sense the focus is on the person or thing as the source of an activity.ⓐ The OT (but cp. Diod S 3, 65, 3 ταῖς τῶν γυναικῶν χερσί=by the women; Ael. Aristid. 45 p. 70 D.: μετὰ τῆς χειρὸς τῶν δικαίων; Philostrat., Vi. Apoll. 6, 29; Nicetas Eugen. 7, 165 χειρὶ βαρβάρων) has a tendency to speak of a person’s activity as the work of one’s hand; διὰ χειρός ([τῶν] χειρῶν) τινος (בְּיַד פּ׳) through or by someone or someone’s activity, at the hand of Mk 6:2; Ac 2:23; 5:12; 7:25; 11:30; 14:3; 15:23; 19:11. Also ἐν χειρί (PsSol 16:14 ἐν χειρὶ σαπρίας by corruption; cp. AscIs 2:5 ἐν χερσίν) Gal 3:19. Corresp. the hands can represent the one who is acting οὐδὲ ὐπὸ χειρῶν ἀνθρωπίνων θεραπεύεται nor does God need to be served by humans Ac 17:25.ⓑ The hand of deity means divine power (Il. 15, 695; Ael. Aristid. 47, 42 K.=23 p. 455 D.: ἐν χερσὶ τοῦ θεοῦ; LXX; Aristobulus in Eus., PE 8, 10, 1; 7–9 [p. 138 Holladay]; Ezk. Trag. 239 in Eus., PE 9, 29, 14; SibOr 3, 672; 795.—Porphyr. in Eus., PE 4, 23, 6 ὁ θεὸς ὁ ἔχων ὑπὸ χεῖρα, sc. τ. δαίμονας; Ath. 33, 2 παραβαίνων τὴν χεῖρα τοῦ θεοῦ). S. New Docs 2, 44.α. as Creator (Ath. 34, 1) Ac 7:50 (Is 66:2). ποίησις χειρῶν αὐτοῦ 1 Cl 27:7 (Ps 18:2). τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου Hb 1:10 (Ps 101:26; ApcEsdr 1:10 p. 25, 2 Tdf.); 2:7 v.l. (Ps 8:7). Cp. B 5:10. In connection w. the account of creation the words ἄνθρωπον ταῖς ἱεραῖς χερσὶν ἔπλασεν 1 Cl 33:4 could be taken in the lit. sense.β. as ruler, helper, worker of wonders, regulator of the universe: χεὶρ κυρίου ἦν μετʼ αὐτοῦ Lk 1:66; Ac 11:21 (TestAbr A 18 p. 100, 21 [Stone p. 48]).—Lk 23:46 (Ps 30:6); J 10:29; Ac 4:28 (w. βουλή, hence almost=‘will’; cp. Sir 25:26), 30; 1 Pt 5:6 (cp. Gen 16:9); 1 Cl 60:3. ὑπὸ τὴν κραταιὰν χεῖραν GJs 15:4.γ. as punisher (PsSol 5:6 μὴν βαρύνῃς τὴν χεῖρά σου ἐφʼ ἡμᾶς; schol. on Apollon. Rhod. 4, 1043a ἐν ταῖς χερσὶ τῶν θεῶν νέμεσις) χεὶρ κυρίου ἐπί σε (1 Km 12:15) Ac 13:11. ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας θεοῦ ζῶντος (s. ἐμπίπτω 2) Hb 10:31. Cp. 1 Cl 28:2.δ. of the powerful hand of Christ or of an angel J 3:35; 10:28; 13:3. ἐκ χειρὸς ἀγγέλου GJs 8:1; 13:2; cp. ἀγγέλων 15:3.—σὺν χειρὶ ἀγγέλου with the help of an angel Ac 7:35.ⓒ hostile power (Hom. et al.; LXX) παραδιδόναι τινὰ εἰς χεῖράς τινος hand over to someone(’s power) (TestJob 20:3; ParJer 1:6; s. παραδίδωμι 1b; cp. PsSol 2:7 ἐγκαταλείπειν; Jos., Ant 6, 273.—B-D-F §217, 2) Ac 21:11b; pass. Mt 17:22; 26:45; Mk 9:31; Lk 9:44; 24:7; Ac 28:17; D 16:4. Also παραδιδ. τινὰ ἐν χειρί τινος 1 Cl 55:5. τὸ αἷμα σου ὑπὸ τὴν χεῖράν μού ἐστιν your blood is in my power GJs 23:2; escape, etc. ἐκ (τῆς) χειρός τινος from someone’s power (UPZ 79, 18 [159 B.C.] ἐκπέφευγεν ἐκ τῆς χειρός μου; Gen 32:12; Ex 18:10; Jos., Vi. 83) Lk 1:71, 74; J 10:39; Ac 12:11; AcPl Ha 8, 10f; AcPlCor 1:8. ἐκ χειρὸς σιδήρου λύσει σε he will free you from the power of the sword 1 Cl 56:9 (Job 5:20; Mel., P. 67, 478). ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν Ac 24:6 (7) v.l. (cp. X., An. 6, 3, 4; Lucian, Hermot. 9, end). ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ 2 Cor 11:33 (Diod S 18, 73, 4 τὰς τοῦ Σελεύκου χεῖρας διαφυγῶν). ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπων παθεῖν B 5:5. πίε τὸ ποτήριον … ἐν χειροῖν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἐν Ἅιδου drink the cup out of the hand of the son, who is in the nether world ApcPtRainer 17f.③ distinctive prepositional combinations: ἐν χερσίν of someth. that one has in hand, w. which one is concerned at the moment (Hdt. 1, 35 τὸν γάμον ἐν χερσὶν ἔχοντος; Appian, Bell. Civ. 5, 81 §342 τὰ ἐν χερσίν; Ael. Aristid. 45 p. 74 D.; PPetr II, 9 [2], 4 [III B.C.] ἃ εἶχον ἐν ταῖς χερσίν; Jos., Bell. 43 165) ἐν χερσὶν ὁ ἀγών the contest is our concern at present 2 Cl 7:1. ὑπὸ χεῖρα continually (Ps.-Aristot., Mirabilia 52; Jos., Ant. 12, 185) Hv 3, 10, 7; 5:5; m 4, 3, 6 (B-D-F §232, 1.—In pap we have the mng. ‘privately’, ‘little by little’: PTebt 71, 15 [II B.C.]; Gnomon [=BGU V] prooem. 2f; PAmh 136, 17).—KGrayston, The Significance of ‘Hand’ in the NT: B Rigaux Festschr. ’70, 479–87.—B. 237ff. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv. -
20 сплав
I.(смесь плавких металлов) το κράμαалюминиевый - του αργιλίου/αλου-μινίου- алюминиевый деформируемый - του αλουμινίου, μαλακτό- алюминиевый литейный - του αλουμινίου, χυτευτικόдвойной - см. двухкомпонент -ный двухкомпонентный - διμερής -зеркальный - για κατασκευή κατόπτρων/καθρεπτώνтройной - см. трёхкомпонентный -четырёхкомпонентный - см. четвертной -II.(леса) η μεταφορά ξυλείας με τη ροή του ποταμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплав
См. также в других словарях:
σιδήρου, εποχή του- — Προϊστορική εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση εργαλείων και όπλων φτιαγμένων από το μέταλλο αυτό. Η επεξεργασία του σίδηρου, που ήταν σπανιότατη και χρησιμοποιούνταν μόνο για διακοσμητικά αντικείμενα, χρονολογείται στην Εγγύς Ανατολή από την … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
σκωρία — η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α [σκῶρ] προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση τού υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριά νεοελλ. 1. υποπροϊόν τής μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή τής διαδικασίας εξαγωγής… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek